ἀγώνιος

ἀγώνιος
ᾰγώνιος
a competitive, of competition

ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63

ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7

ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων I. 9.8

κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a musical contest for hyporchemata) *fr. 107a. 2*.
b epithet of Hermes, patron of contests v.

ἐναγώνιος. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.60


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀγώνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγώνιος — (I) ἀγώνιος, ον (Α) [ἀγών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα 2. ως επίθ. θεών που προστατεύουν τους αγωνιζόμενους ή όσους βρίσκονται σε κίνδυνο 3. φρ. «ἀγώνιοι θεοί», θεοί σε συνάθροιση, σε συγκέντρωση ή οι θεοί που προέδρευαν στα μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • ἀγωνίως — ἀγώνιος of adverbial ἀγώνιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνιον — ἀγώνιος of masc/fem acc sg ἀγώνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιώτερος — ἀγώνιος of masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίοις — Ἀγώνιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίοις — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίοισι — Ἀγώνιος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίοισι — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίου — Ἀγώνιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”